Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

ΑΙΘΟΥΣΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΙΧΟΥΣ 2013

Εκδηλώσεις των μαθητριών και των μαθητών του Γυμνασίου Ερυθρών.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ.
Σήμερα, το 1973, πέθανε ο Πάμπλο Ντιέγκο Φρανθίσκο ντε Πάουλα Χουάν Νεπομουθένο Μαρία ντε λος Ρεμέδιος Θιπριάνο ντε λα Σαντίσιμα Τρινιδάδ Ρουίς ι Πικάσο, περισσότερο γνωστός ως Πάμπλο Πικάσο.Είχε γεννηθεί το 1881. 
Του άρεσε, και συνέχισε να γεννιέται.
(από το  βιβλίο του  Eduardo Galeano, Οι μέρες αφηγούνται)

guernica.jpg

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013


ΝΙΚΟΣ   ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, τριάντα οχτώ χρόνια πριν, "έφυγε" για το μεγάλο ταξίδι ο Κόλλιας, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας. Τα λόγια είναι λίγα και χιλιοειπωμένα. Ας μιλήσει ο ίδιος.
(Το κείμενο που ακολουθεί είναι παρουσίαση του ποιητή στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο Ερυθρών)

ΓΙΑ   ΤΟΝ   ΚΟΛΛΙΑ

Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ


Είναι δύσκολο να μιλήσεις για τον Νίκο Καββαδία στο χώρο αυτό. Ο ίδιος άλλωστε είχε διαγνώσει το αντιποιητικό της σχολικής αίθουσας γράφοντας στο ποίημα ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ:

ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ

Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών
Των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
Και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών

Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
Παρ’ όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά
Μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
Η κίνηση, η άνεση του χώρου κι η χαρά.

Αλλά και η εποχή δεν προσφέρεται. Ο «ιδανικός και ανάξιος εραστής/των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων» δεν υπάρχει πια. Δύσκολα μπαίνουν στο στόμα των νέων σήμερα τα λόγια: «ταξίδια ονειρευόμουνα/κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη/και πάντα να φύγω ετοιμαζόμουνα/κι όλο η μητέρα μου ‘λεγε: το Μάρτη». Το ίδιο δύσκολα μπαίνει και στο μυαλό κάποιου τώρα πια η σκέψη «να φύγει από το σπίτι του με κάποιο φορτηγό/πλοίαρχος να γίνει και πολύ μακριά να ταξιδέψει». Τα περιθώρια είναι πολύ στενά. Σε παρόμοιες συνθήκες ο ποιητής Καίσαρ Εμμανουήλ έγραφε: «…φαίνεται πως τίποτα-τίποτα δεν μας σώζει…». Ο Νίκος Καββαδίας του έδωσε τότε μιαν ευκαιρία. Ας την αρπάξουμε κι εμείς.

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
"Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει..."
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ...Σκεφτείτε...Εγώ.
Ένα καράβι...Να σας πάρει, Καίσαρ...Να μας πάρει...
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
-Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
εσείς τσιγάρα "Κάμελ" να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβουο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, "καπνός κι αθάλη",
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.

Να μας πάρει λοιπόν το καράβι του. Πλέοντας «ΤΡΑΒΕΡΣΟ» από τη χώρα των «ΜΑΡΑΜΠΟΥ» στο «ΠΟΥΣΙ» των βόρειων θαλασσών να κάνουμε τη «ΒΑΡΔΙΑ» μας. Αφημένοι ξένοιαστοι στην ποίησή του να γνωρίσουμε τη θάλασσα «την υγρή έκταση που μοναχά αγάπησε». Άλλοτε ως μακρινό όνειρο κι άλλοτε ως μανιακός, με τον πόθο του απραγματοποίητου, ως ανάξιος εραστής.

MAL DU DEPART

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά :
¨Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . . "

Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.

Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Για να φθάσει όμως μέχρι το θάνατο θα τη ζήσει τη θάλασσα. Θα τριφτεί μέσα της, θα γίνει ένα μαζί της. θα γνωρίσει τις δοκιμασίες της και θα χαραχθεί από αυτές, από το πρώτο κιόλας ταξίδι.

KURO SIWO [μουσική]

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.

Περ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σού 'πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

Η λαμαρίνα, ο μπούσουλας, το KURO SIWO… Λέξεις γνώριμες, καθημερινές, χώροι οικείοι και αγαπημένοι, όταν η θάλασσα χωρίζει, μελαγχολεί, απελπίζει, όταν «εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται/σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού».

CAMBAY'S WATER

Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
"κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω"
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ' απόψε - λέω - φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που 'πες με θυμό: "Θα 'βγω άλλη μέρα..."

Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία..."

Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!...
Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

Κι έτσι συνεχίζει. Κι άλλα ταξίδια, νέα λιμάνια, γνωριμίες με καινούριους ανθρώπους. Καθένας με κάτι ξεχωριστό, καθένας κι άλλος πολιτισμός, με ένα κοινό: τη θάλασσα.

ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ [μουσική]

Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί,
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην κάμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει,
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε.
Μου 'λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Αντεν πώς, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.

Μου 'λέγ' ακόμα ότ' είδ' αυτός, μια νύχτα που 'χε πιει,
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
- Σαν πάμε στο Άντεν, μου 'λεγε, και συ θα δοκιμάσεις.

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.

Μες το τεράστιο σώμα του είχε μι' αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.

Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ’ τον πυρετό,
πέρα στην Άπω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συχώρεσε Γουίλ
και δόστου εκεί που βρίσκεται, λίγη απ’ την άσπρη σκόνη.

Από την Άπω Ανατολή στο Κολόμπο. Από τον Γουίλη με την αθώα καρδιά στον Νάγκελ Χάρμπορ με τα νησιά Λοφούτεν στην καρδιά του.

Ο ΠΙΛΟΤΟΣ ΝΑΓΚΕΛ

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγός πιλότος στο Κολόμπο,
άμα έδινε κανονική πορεία στα καράβια
που φεύγαν για τους άγνωστους και μακρινούς λιμένες,
κατέβαινε στη βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος,
με τα χοντρά τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ένα παλιό χωμάτινο τσιμπούκι,
και σε μια γλώσσα βορινή σιγά μονολογώντας
έφευγε μόλις χάνονταν ολότελα τα πλοία.

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,
αφού τον κόσμο γύρισεν ολόκληρο, μια μέρα
κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.
Μα πάντα συλλογίζονταν τη μακρινή του χώρα
και τα νησιά που 'ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν.
Όμως μια μέρα επέθανε στην πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σαν ξεπροβόδισεν το
Steamer Tank "Fjord Folden"
όπου έφευγε καπνίζοντας για τα νησιά Λοφούτεν...

Όμως η θάλασσα δεν είναι πάντα τρικυμιώδης. Έχει και χαρές έχει και παιχνίδια μέσα από τους μύθους και τις παράξενες ιστορίες της.

ΑΡΜΙΔΑ [μουσική]

Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κ' έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
- που να ξοδεύτηκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κ' έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.

Όλα γίνονται υλικό για ατέλειωτες ιστορίες, για όμορφα παραμύθια. Γίνονται, όπως γράφει ο ίδιος ο Καββαδίας, ένα γλυκό νανούρισμα.

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΜΩΡΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΓΕΡΟΥΣ

Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.

Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.

Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μιά χελώνα,
μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.

Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κειοπίσω απ' τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει το Σχινάρι,
τονε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.

Όξω απ' τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ' αχαμνά του.

Τόνε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.

Αριβάρει στο Μακάο
μ' ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ' αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει.
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και πάει για τη Μπομπάη.

Τόνε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.
Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.

Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το 'σκασε νύχτα με μουσώνα
μ' όλο το βιός σε μιά κασώνα.

Το μωρό μας με κλωτσάει.
«Τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πια το βασιλιά!»
Α, το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά-γουλιά.

Πάνω απ’ όλα όμως η θάλασσα ενώνει. Ενώνει, συνδέει, φέρνει κοντά μαρτυρικούς τόπους, δοκιμασμένους λαούς, ηρωικές μορφές. Κάνει ένα τα Καλάβρυτα με την Κόρντομπα, την Γκουέρνικα με το Δίστομο.

FEDERICO GARCIA LORCA

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Η θάλασσα φέρνει κοντά μαρτυρικούς τόπους, κουβαλά όμως στον αφρό της και τους μάρτυρες αυτού του κόσμου. Και ο κομαντάντε Τσε γίνεται παντιέρα στο ομορφότερο σκαρί που ταξίδευσε πάνω της.

GUEVARA

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: "Καμάρι μου, κοιμήσου".
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ' είδες και πού σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο
cigarillos.

T' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ΄ ένα αλώνι).
απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

Ο Νίκος Καββαδίας δε σταμάτησε σ’ αυτά μονάχα. Το ίδιο ποιητική ήταν κι η ζωή του. Ό,τι έγραφε, είτε σε στίχο είτε σε πεζό, το είχε ζήσει. Κάθε του λόγος είχε βγει από την εμπειρία του τη συναγμένη στους ωκεανούς, στα λιμάνια, στην καμπίνα του, στις βάρδιες, στις εφήμερες ή στις μόνιμες γνωριμίες του. Από τα 1910, όταν γεννήθηκε στη μακρινή Ματζουρία, ως το θάνατό του ταξίδευε. Ελάχιστες οι στάσεις, μόνο και μόνο για να αφήνει λίγη από τη σοφία, τη γνώση, την εξυπνάδα, την καλοσύνη του, κοντολογίς ολόκληρη την ψυχή του. Ελάχιστα από αυτά μπορούμε να μεταφέρουμε εδώ. Οπότε αναγκαστικά διαλέγουμε. Και τον αφήνουμε να μας διηγηθεί ο ίδιος.

[…]«Να 'τανε, λέει, μια γυναίκα στο ψαρόλαδο βαφτισμένη, βαμ­μένα τα βρεχάμενά της μοράβια. Καλαφατισμένη με πίσσα. Το σά­λιο της αλμυρό. Τα μαλλιά της φύκια, πλοκάμια τα χέρια της. Νερένια τα μάτια της. Τα ποδάρια της... όχι να μην έχει. "Έτσι όπως εκείνη στη γυάλα του Ακουάριουμ, στην... Όχι πουθενά. Μονάχα στον ύπνο μου. Να τη λένε Θαλασσινή. Να μιλάει τη γλώσ­σα που μιλάνε τα ψάρια.[…]
[…]Τα ποδάρια της μηχανής σταματήσανε. Ένα μάτσο σίδερα λαδωμένα. Να τρακαίρναμε... Να πέφταμε όξω... Τα πάμε τα καράβια ή μας πάνε; Τα λένε «σίδερα», λαμαρίνες... Υπάρχουν καράβια μ' αρσενικό όνομα κι είναι θηλυκά και το ανάποδο. Είναι κάτι άλλα, που σε μισούν από την πρώτη στιγμή που πατάς το ποδάρι σου απάνω τους, σε διώχνουν, σε σπρώχνουν, σκοντά­φτεις στους αυλούς, στα κρουζέτα, κι άλλα που σε θέλουνε, σε κάνουνε βίδα τους, καρφί και σκαρμό τους».[…]
[…]Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκεί­νοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους, εσύ το ίδιο. Έμενα μ' άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φι­λότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδερφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ‘δινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του τα 'πα. Να γίνεις μαρκονιστής, μου 'πε. Από να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο. Έπινα... καταλαβαίνεις... […]
[…]«... Ή πόρνη εί­ναι πόρνη. Έτσι έμαθε, έτσι συνήθισε. Καλές καρδιές μπορεί να 'ναι, δε λέω. Πολλοί τις παντρεύονται. Τρεις δουλειές με φυλλά­διο: Αυτές, οι θεατρίνοι και μείς».[…]
[…]Θα σου πω τι μου συνέβη μια φορά. Ταξιδεύαμε με το «Α­πολλωνία», την καθηγήτρια στην έδρα της εθνολογίας στη Σορβόννη. Είχε ακούσει για μένα κι ήθελε να με γνωρίσει. Τη βεβαί­ωσα ότι ξεχωρίζω στα τυφλά τη ράτσα κάθε γυναίκας, μυρίζοντάς την ή αγγίζοντάς την. Καθώς δεν μπορούσε να βρει λύση στο μυ­στήριο, με κάλεσε για ένα πείραμα στο πανεπιστήμιο. Πήγα, Ήταν μαζεμένοι εκεί κάμποσοι προφεσόροι ειρωνικοί και καχύπο­πτοι. Με ψάξανε, μου δέσανε τα μάτια και με μπάσανε σε μια κά­μαρα θεοσκότεινη, πίσσα. Πέντε γυναίκες θα περνούσανε μπροστά μου, ολόγυμνες. Ένα δικαίωμα είχα. Εγώ το ζήτησα, γιατί δεν τους είχα εμπιστοσύνη. Ν' ακουμπάω λίγα δευτερόλεπτα την πα­λάμη μου στο στέρνο τους. Όχι να ψηλαφώ. Μόνο ν’ ακουμπώ το χέρι κατάσαρκα. Το δέχτηκαν κι αρχίσαμε. Βρήκα την πρώτη... Γαλλίδα του Νότου. Βρήκα τη δεύτε­ρη, Γιαπωνέζα από την Ακίτα. Η τρίτη ήταν βόρεια, απ’ το λιμά­νι της ρέγγας, τη Χαμίνα. Άκουγα τα ψιθυρίσματά τους. Πήγαι­ναν να τρελαθούν. Βρήκα την τέταρτη, απ' το Ουάντι. Χάλφα. Κρατούσανε την ανάσα τους. Ήρθε η πέμπτη. Τίποτα. Μαγκώθη­κα. Ζαλίστηκα. Για τον εαυτό μου, δηλαδή, τους άλλους τους είχα χ... Προσπάθησα πάλι. Πνιγόμουνα στον ιδρώτα. Τίποτα. Κάτι ξέ­νο. Άψυχο. Είπα να τα παρατήσω. Την τελευταία στιγμή το ένιωσα, το κατάλαβα. Η πέμπτη γυναίκα ήτανε, πώς να στο πω... δεν είχε φύλο... ήταν αρσενικό. Ήταν π... […]

Κοντά στον ναυτικό, στον άνθρωπο Καββαδία υπάρχει και ο κριτικός. Με γνώση, κριτική ικανότητα, με παρρησία και πάντα καλόπιστα γράφει για τους συναδέλφους του στην πένα.

Για το Σεφέρη: Ήταν φίλος μου ο Σεφέρης μα δεν ξέρω αν ήμουν και γω δικός του.
Εγώ του 'λεγα: «Εγώ μπορώ να σε έχω φίλο, εσύ όχι».
«Γιατί;» «Εγώ είμαι λαϊκός άνθρωπος, εσύ είσαι άλλο». Τον εξενεύριζα συχνά.
Δεν είχε πολλά πάρε δώσε με τον κόσμο. Δεν είναι καλό αυ­τό για ένα ποιητή. Τρεις μέρες τον παρακαλούσα κάποτε να του γνωρίσω ένα νέο πού ήθελε να τον δει. Το ημερολόγιο 1945 - 1951 δε μ' άρεσε. Αυτό, ρε παιδί μου, δείχνει ένα άλλο άνθρωπο πολύ πεσμένο. Όμως ήταν άνθρωπος με μεγάλη κουλτούρα.
Τον βασάνιζα να μου πει τη γνώμη του παλιά για τον Κα­ρυωτάκη. Δεν μου την έλεγε. Του είπα και γω μια μέρα: «Πάψε να τον φοβάσαι — ο Καρυωτάκης είναι μεγάλος ποιητής». Τον νευρίασα.
Στη Βηρυτό πού ξεμπάρκαρα κάποτε κι ήταν εκεί πρεσβευ­τής μου 'κανε το τραπέζι και μ' άλλους. Δεξιά μου ένα σωρό κουταλοπήρουνα, αριστερά μου αλλά τόσα. Τα τυλίγω σε μια πετσέ­τα, φωνάζω τον μπάτλερ «Παρ 'τα», του λέω «δε μου χρειάζονται». «Και πώς θα φάτε;» «Με τα χέρια μου». Κοιτάζει το Σεφέρη. «Ασ' τον να πάει στο διάβολο, ας τον να κάνει ό,τι θέλει».
Θα πήγαινε στην Πρεσβεία μετά για μια απ' τις εθνικές μας γιορτές. «Άσε με να σε πάω εγώ», του λέω. Τον πήγα από ένα δρόμο που ήταν πήχτρα οι ελληνικές σημαίες από δω κι από κει. «Εδώ είναι Ελλάδα» μου λέει. «Δεν τον ήξερα αυτό το δρόμο».
«Είναι τα ελληνικά μπορντέλα» του απαντάω, θύμωσε.
«Κύριε», μου λέει, «ή εσείς θα κατεβείτε απ' το αμάξι ή εγώ».
Κατέβηκα εγώ.
Όταν έτυχε μια φορά να 'μαι μαζί του στη Μ. Ασία και στο μέρος που γεννήθηκε, είχε κλονισθεί πολύ. Ακούμπησε πάνω μου μ’ όλο του το βάρος κι έδειξε με το μπαστούνι του το μέρος πού γεννήθηκε. Εγώ κοίταζα προς τα εκεί. Αυτός δε γύρισε να κοιτάξει. Φύγαμε.
Για τον Βάρναλη: Ο Βάρναλης είναι μεγάλος. Μεγάλος και φίλος μου.
Για τον Ρίτσο και τον Ελύτη: Τον Ρίτσο έχω πολύ καιρό να τον δω, μεγάλος ποιητής. Δεν καταλαβαίνεις να τον διαβάσεις. Όμως ο Ελύτης είναι πιο παιχνιδιάρης.

Με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο θάρρος και την ίδια απλότητα μιλά και στους νέους. Μας διηγείται κάποτε για την παρουσίαση και την ομιλία του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σ’ ένα χώρο όπου ένιωθε, όπως λέει, «σα σε θάλασσα με εννέα Μποφώρ».

Σ’ ερώτηση ενός άλλου φοιτητή για μια επεξήγηση διαφόρων εμπειριών από τα ποιήματα του με πολλά: «Τι θέλετε να πείτε σ αυτό το στίχο, σ' αυτόν...» απάντησε:
«Εσύ τι νομίζεις πώς θέλω να πω; Ο αναγνώστης πρέπει να συμμετέχει στην ποίηση. Να έχει ταλέντο αναγνώστη».
Στη Σαλονίκη οι φοιτητές με κάλεσαν να τους μιλήσω και με ρώτησαν:
   Κύριε Καββαδία, η τέχνη πρέπει να έχει σχέση με την πο­λιτική ;
   Ούτε λόγος, είπα εγώ.
Τότε έφαγα μια σκουντιά στο πόδι από ένα διπλανό μου. Έ­νας άλλος με ρώτησε.
—Ερωτευτήκατε ποτέ στη ζωή σας;
—Όχι. Μια ερωμένη έχω εγώ πάντα τη θάλασσα. Κι εύχομαι να πεθάνω στην αγκαλιά της. Άλλωστε σαράντα πέντε τόσα χρό­νια ναυτικός θα 'ναι κρίμα να πεθάνω στη στεριά. Κάποιος άλλος πάλι επέμενε:
   Μα ποτέ δεν ερωτευτήκατε;
   Πολλές φορές. Στα μπορντέλα.
Τότε έφαγα δυο κλωτσιές στα πόδια και από δεξιά και από αριστερά.

Μα το ίδιο άνετα στεκόταν και μπροστά στο θάνατο. Όταν τον ρώτησαν γι’ αυτόν κάποτε οι φίλοι του τους απάντησε: «Ω, το μόνο πράγμα που δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου. Ένα αυγό μελάτο. Τίποτα.». Τίποτα βέβαια αν γινόταν με τους όρους του. Αν συνέβαινε στη θάλασσα.

Ήθελε να πεθάνει στο πέλαγος, να μην έχει «ένα θά­νατο κοινό και θλιβερό πολύ και μια κηδεία σαν των πολλών αν­θρώπων τις κηδείες».
«Όταν πιάνει φορτούνα» συνήθιζε να λέει «προσεύχομαι, εγώ ο άθεος, στο θεό να βουλιάξουμε. Κι οι καπετανέοι, Κεφαλλονίτες οι περισσότεροι, με βλαστημάνε για τη γρουσουζιά μου. Ένας, μά­λιστα, λίγο έλειψε κάποτε, να με πετάξει στη θάλασσα».
ΚΙ όμως πέθανε στην ξηρά. Οι τελευταίες και μοναδικές λέ­ξεις που είπε στην αδελφή του, όταν χτύπησε τ' αστροπελέκι ήταν: «Αυτό που φοβόμουνα έγινε».

Στις 10 Φεβρουαρίου 1975 έσβησε «εν όρμω» ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο και κηδεύτηκε με μια «σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες» ο ποιητής που σ’ ολόκληρη τη ζωή του ονειρεύτηκε ένα γαλάζιο τάφο. Και τα μόνα θαλασσινά λουλούδια που τον συνόδεψαν, τα λόγια ενός ναυτεργάτη, φίλου του στις θάλασσες και τα λιμάνια.

«Αγαπημένε μας σύντροφε ποιητή. Ο χθεσινός άνεμος έφερε σε μας τους ναυτεργάτες το πιο θλιβερό ραπόρτο... Το φορτηγό που περίμενες να σε πάρει καθυστέρησε. Είναι τραβερσωμένο κα­ταμεσής του ωκεανού, ζωσμένο στο πούσι. Στα ποστάλια τέλειωσαν τα ματσοκονίσματα οι ναύτες κρεμασμένοι στις σκαλωσιές, βάφουν τις άγκυρες τραγουδώντας τα δικά σου τραγούδια. Οι καπετάνιοι δοκιμάζουν τη μπουρού. Το σέρβευ σε λίγο τελειώνει... Ένας μαρκόνης ανήσυχος, χθες αργά έστειλε το ραπόρτο του στα αγαπημέ­να σου μαραμπού να μη γρυλλίζουν πια.
«Αν ο Κολόμβος ανεκάλυψε την Αμερική, εμείς δεν βρήκα­με τη δικιά μας ήπειρο να ξεμπαρκάρουμε...» έλεγες. Μα εσύ τι βρήκες; Ποιο τσακισμένο καραβοφάναρο σε πέταξε σ' αυτές εδώ τις στεριές; Πες μας αν είναι αυτό το λιμάνι που άθελά σου φουντάρησες, ετοίμασε για μας ένα ντοκ να δέσουμε πριμάτσα... Αγα­πημένε μας ποιητή, καλό ταξίδι. Δεν κινούμε τα μαντήλια μας. Αυτά είναι για αταξίδευτους στεριανούς. Εμείς τα δικά μας τα πλέξαμε σαλαμάστρα και θα δέσουμε τις καινούργιες παντιέρες στα ξάρτια. Τις παντιέρες πού στο κέντρο τους θα 'χουν τη γαλάζια σου ζωγραφιά.
Αδελφέ μας ποιητή. Ξεκουράσου στην τελευταία σου κουκέ­τα, στην πιο μικρή καμπίνα που γνώρισε ποτέ ναυτικός. Εμείς θα πάμε για σκάντζα βάρδια. Ένα καράβι που πλέει αλάργα χαμένο στο πούσι αν βρει τη ρότα του, θα μας πάρει. Για καλό κατευόδιο, εμείς οι ναυτεργάτες σύντροφοί σου, σου αφήνουμε λίγο φιλτραρι­σμένο, από τα μάτια μας, θαλασσινό νερό. Είναι μαζεμένο απ' της θάλασσας τον καθάριο βυθό...».

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013



Διδάσκω Λογοτεχνία
Στο Εσπερινό Γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις όπου εργάζομαι, διδάσκω λογοτεχνία. Τις τελευταίες ώρες συνήθως, όταν το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά και τα καντήλια στο νεκροταφείο απέναντι τρεμοφέγγουν. Διδάσκω λογοτεχνία στον Μιχάλη, που φέτος στα σαράντα δύο του έγινε παππούς, και στον γιο του, στην Ευτυχία που ακόμα δεν έχει μάθει να γράφει και να διαβάζει, στον Γιώργο που τον έδιωξαν από το πρωινό για ανάρμοστη συμπεριφορά, στον Τοντόρ που έχει χάσει πέντε χρονιές στα πρωινά από απουσίες, στη Μαρίνα που είναι έγκυος στον έκτο και έχει άλλα τρία παιδιά, στον Σεργκέι που, αν δεν περάσει την τάξη, τον περιμένει φυλακή, στον Μάριο που με ρωτούσε χαμηλόφωνα αν για να μπει κανείς στο πανεπιστήμιο υπάρχει όριο ηλικίας. Διδάσκω λογοτεχνία και οι μισοί πάντα λείπουν. Δουλεύουν, την κοπανάνε, κάθονται σπίτι τους, φεύγουν νωρίτερα να προλάβουν το αστικό, θα έρθουν, άμα μπορέσουν, την επόμενη φορά. Γιατί και τα πούλμαν της πολιτείας που τους μετέφεραν δεν ανανέωσαν τις συμβάσεις τους φέτος. Διδάσκω λογοτεχνία και δεν τους ρωτάω αν διαβάζουν. Ούτε τους συστήνω βιβλία. Για τον Μακρυγιάννη τους λέω ότι έμαθε τα γράμματα αργά. Για τον Βιζυηνό ότι πέθανε στο φρενοκομείο, για τον Καββαδία ότι ήταν στα καράβια και για τον Ρίτσο ότι έκανε εξορία. Τους διάβασα το ποίημα του Αναγνωστάκη «Στο παιδί μου» τις προάλλες:
«Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά».
Τους το διάβασα και όλοι το άκουσαν.
Διδάσκω λογοτεχνία τα βράδια στο Εσπερινό και οι μαθητές μου πότε με ακούν, πότε όχι. Τα «Τριαντάφυλλα στο παράθυρο» του Εμπειρίκου δεν τους τα έχω ακόμα διαβάσει.
«Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια (...) Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη».
Πρέπει ένα βράδυ, που δεν θα λείπουν και τόσοι μέσα στην τάξη τους, να ακουστεί.
Του Κώστα Καβανόζη (Εφημερίδα των Συντακτών, 2-3 Φεβρουαρίου 2013, σ. 47)

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013





ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ






Ο μικρός ακορντεονίστας

Οι μαθητές με τα τύμπανα, τα ντέφια, τα ευφυή συνθήματα και τη ζωντάνια τους είχαν καταλάβει όλη τη Σταδίου και πορεύονταν προς την ανατροπή της απόφασης που…κλείνει τα μουσικά σχολεία. Κι αυτός τους ακολουθούσε. Χαμογελαστός. Από το πλάι, από το πεζοδρόμιο. Δεν μπόρεσε ποτέ να είναι ανάμεσά τους ο 15χρονος με το ακορντεόν. Όμορφος, καθαρός, καλοδομημένος, με ευχή σπιτικού πάνω του. Η μουσική όμως γι’ αυτόν δεν είναι σπουδές, αλλά από τώρα το μεροκάματό του, που το αναζητά συνήθως στο Σύνταγμα. Μέχρι εκεί ακολούθησε τη μαθητική πορεία. Μέχρι εκεί μπορεί να κράτησε το όνειρό του, πως τα βήματά του μπλέκονταν μ’ εκείνα των συνομήλικών του. Αυτό το όνειρο δεν ήθελα να διακόψω και δεν ρώτησα το όνομά του, ώστε εδώ να μπορώ να το τονίσω με μαύρα γράμματα. Ο μικρός ακορντεονίστας μου χρωστάει το όνομά του.
Κι εμείς όλοι μας χρωστάμε τουλάχιστον σεβασμό στα όνειρά του(ς).

Σ. Ματζ. (Εφημερίδα των συντακτών, 31-1-2013, σ. 8)